ΓΥΝΑΙΚΕΣ - ΝΑΥΤΙΚΟΙ - ΓΑΜΟΣ
Κάποτε έτυχα να βρεθούμε σε μια συντροφιά από γυναίκες που νυχτέρευαν. Δυο απ’ αυτές κεντούσαν, άλλες δυο έκαναν κλωστή το μαλλί με τη ρόκα τους και η πέμπτη το τύλιγε στην ανέμη. Έξω χιόνιζε, κι αυτές καθισμένες στο πάτωμα και τους καναπέδες, μπροστά σε μια θράκα φωτιά, δούλευαν. Τα πρόσωπά τους, κόκκινα από την ανταύγεια της φωτιάς, έσκυβαν χαρούμενα πάνω στη δουλειά τους. Απάνω στο ταβάνι του σπιτιού ήταν κρεμασμένα από γάντζους ρόδια και κυδώνια. Στο μεγάλο ράφι του τοίχου τα καρβέλια αραδιασμένα σα μεγάλα μελαψά φεγγάρια, σκόρπιζαν λαχταριστή ευωδιά. Κι επάνω στο τραπέζι ένα πιάτο σταφίδες, καρύδια κι αμύγδαλα, βοηθούσαν τις δουλεύτρες να ξαγρυπνούν. Σωρός οι λευκές τουλούπες το μαλλί στη γωνιά. Και τα χέρια επιδέξια κι ανυπόμονα έτρεχαν πάνω στην εργασία που καταπιάστηκαν να κάνουν.
Αποστολία Νάνου-Σκοτεινιώτη, Σελίδες από τη Μακρινίτσα, 1992